γράφει η Διονυσία ΜούσουραΤσουκαλά,
Η ξενιτιά κι ο χωρισμός η πίκρα η αγάπη
Τα τέσσερα ζυγίστηκαν να δουν το ποιο βαραίνει.
Της ξενιτιάς βαρύτερο ν’ πό όλα τα γκιντέρια.
Χωρίζουν μάνες και παιδιά
Κι η γης ανατρομάζει
Χωρίζουν αδέλφια καρδιακά και δέντρα ξεριζώνουν
Χωρίζουνε τ΄ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Στον τόπο που χωρίζουνε χορτάρι δεν φυτρώνει…
Το δημοτικό τραγούδι είναι η αυθεντικότερη και γνησιότερη έκφραση των αισθημάτων του λαού, ό,τι πιο ευγενικό και πιο ανθρώπινο.
Μια έκφραση αυτών των αισθημάτων για την ξενιτιά και πώς την έβλεπαν κι ερμήνευαν οι άνθρωποι, αποτελεί το πάρα πάνω δημοτικό τραγούδι. Γιατί η πλειοψηφία των Ελλήνων , δεν μιλούσε για Μετανάστευση, μιλούσε και μιλάει για ξενιτιά, λέξη η ξενιτιά, όπου κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα.
Έτσι λοιπόν, ας αφήσουμε, προς το παρόν, το συναίσθημα της ξενιτιάς, και ας ασχοληθούμε με τη Μετανάστευση.
Είναι γεγονός, ότι στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας, δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν όλες οι πτυχές ενός τόσο πολύπλοκου και τεράστιου θέματος, όπως η μετανάστευση, επιχειρείται μόνο μια μικρή προσέγγιση η οποία, ίσως, κεντρίσει το ενδιαφέρον μερικών για αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών. Έτσι, θα γίνει αναφορά, έστω και μερικώς, στα πιο βασικά, κυρίως στις δύο χώρες που μας αφορούν άμεσα, Ελλάδα και Αυστραλία.
Ο όρος «Μετανάστευση», σύμφωνα με τις Κοινωνικές Επιστήμες αλλά και το Διεθνές Δίκαιο, αναφέρεται στη γεωγραφική μετακίνηση ανθρώπων είτε μεμονωμένα, είτε κατά ομάδες.
Πολλές και ποικίλες οι μορφές της μετανάστευσης.
Κυριότερες μορφές είναι η εσωτερική μετανάστευση, δηλαδή στην ίδια χώρα που ζει το άτομο, η εξωτερική σε άλλη χώρα, η εκούσια ή εθελοντική μετανάστευση, η ακούσια, δηλαδή οι πρόσφυγες, η νόμιμη και η παράνομη δηλαδή, οι λαθρομετανάστες.
Είναι ακόμα, η προσωρινή, η μόνιμη μετανάστευση, η ηπειρωτική δηλαδή μετάβαση σε άλλη χώρα αλλά στην ίδια ήπειρο καθώς και η υπερπόντια, όπως μετανάστευση στην Αυστραλία ή Αμερική.
Σε αυτή την τελευταία κατηγορία, ανήκουμε όλοι εμείς που ήλθαμε στην Αυστραλία.
Ποικίλοι και οι λόγοι για τη μετανάστευση και κατά κάποιον τρόπο καθορίζονται από τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο χώρο και το περιβάλλον που μένει το άτομο ή η ομάδα.
Οι πρώτοι άνθρωποι, μετανάστευαν σε γειτονικούς τόπους για εξεύρεση τροφής, για λόγους ασφαλείας ή για κλιματολογικούς λόγους. Άλλοι άλλαζαν γεωγραφική περιοχή είτε προσωρινά είτε μόνιμα για εξεύρεση εργασίας.
Κατά την ιστορική εποχή παρουσιάστηκε και γενικεύτηκε μια άλλη μορφή μετανάστευσης με τον αποικισμό. Μεγάλες ομάδες ανθρώπων πήγαιναν από τόπο σε τόπο με σκοπό να επιβληθούν και κυριεύσουν καινούριες χώρες και να δημιουργήσουν αποικίες.
Καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας έπαιξε η μετανάστευση Ευρωπαίων προς την Αμερική, Αφρική και Ασία όταν ανακαλύφθηκαν αυτές οι ήπειροι και ο φυσικός πλούτος που διέθεταν.
Οι οικονομικοί λόγοι και η ανεργία, ήταν από τους πιο σοβαρούς λόγους που έσπρωξαν χιλιάδες ανθρώπους στη μετανάστευση, ιδιαίτερα μετά από τον Α΄ και Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι πολιτικοί λόγοι, ήταν άλλη αιτία μετανάστευσης.
Η Ελληνική Εξωτερική μετανάστευση, θα μπορούσε να χωριστεί στις εξής χαρακτηριστικές περιόδους:
Πριν από το 1900, η μετανάστευση ήταν κυρίως σε Μεσογειακές χώρες, την Αίγυπτο και αλλού.
1900-1921, έχουμε οικονομικούς μετανάστες που κινούνται κυρίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
1945-1950, παρατηρείται η υποχρεωτική μετανάστευση 1.000.000 Ελλήνων για πολιτικούς λόγους σε χώρες του Ανατολικού μπλοκ, σαν αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, ενώ το ίδιο διάστημα φεύγουν πολλοί και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
1950-1960, υπάρχει πολύ μεγάλο ρεύμα μεταναστών με κύριο λόγο την ανεργία, όπου μεταβαίνουν σε Αμερική και Αυστραλία, καθώς και Ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως, Βέλγιο και Δυτική Γερμανία.
Υπολογίζεται ότι αυτή τη δεκαετία, μετανάστευσαν συνολικά, 312.000 Έλληνες από τους οποίους οι 185.000, εκτός Ευρώπης.
1961-1973, αναχωρούν από Ελλάδα κυρίως για Δ. Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο και Αυστραλία, 965.000 άτομα.
Από το 1974 και μετά, παρατηρείται σταδιακή κάμψη της μετανάστευσης, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός αυτών που επαναπατρίζονται. Το ίδιο διάστημα, όμως, έχουμε τους αδελφούς Κύπριους που καταφθάνουν εδώ πρόσφυγες μετά το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο.
Από πρόσφατα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, προκύπτει ότι οι Έλληνες του Εξωτερικού και στις 5 Ηπείρους, ανέρχονται περίπου στα 5.600.000 από αυτούς, 3.400.000 διαμένουν στην Αμερική, 1.280.000 στην Ευρώπη, 710.000, (κατά πολλούς ο αριθμός αυτός είναι αμφισβητήσιμος, έτσι τον αναφέρω με κάθε επιφύλαξη), στην Ωκεανία, 140.000 στην Αφρική και 70.000 στην Ασία.
Από την απογραφή πληθυσμού του 2004 στην Αυστραλία, απορρέουν τα εξής στοιχεία:
Συνολικός αριθμός ατόμων που έχουν δηλώσει Έλληνες: 520.000, δηλαδή, το 2.7% του πληθυσμού της Χώρας.
Τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, Σίδνεϊ και Μελβούρνη, συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος, συγκεκριμένα, στο Σίδνεϊ μένουν γύρω στις 221.000 Έλληνες και στη Μελβούρνη, περίπου 231.000. Όμως, οι αριθμοί αυτοί είναι σχετικοί, κανένας δεν μπορεί να πει με απόλυτη ακρίβεια πόσοι ακριβώς είναι, αφού σε αυτούς τους αριθμούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι Ελληνοαυστραλοί δεύτερης και τρίτης γενιάς.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στην Αυστραλία ήταν κάποιος Δαμιανός Γκίκας, το 1802.
Αν αληθεύουν οι ισχυρισμοί δημοσιεύματος μιας επαρχιακής εφημερίδας, της Gold Coast Bulletin, ο πρώτος Έλληνας που ήλθε στην Αυστραλία ήταν κάποιος ναυτικός, ονόματι Γιώργος Παπάς, ο οποίος εγκατέλειψε το καράβι, παντρεύτηκε μια Ιθαγενή και εγκαταστάθηκε στο Σίδνεϊ.
Οι επίσημες ιστορικές πηγές, όμως, αναφέρουν ότι οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εδώ ήταν 7 νεαροί Υδραίοι καπεταναίοι που καταδικάστηκαν από την Αγγλική Δικαιοσύνη για πειρατεία στη Μάλτα κι από εκεί στάλθηκαν υπόδικοι στην Αυστραλία το 1829, οι 5 επαναπατρίστηκαν, όμως, το 1936.
Ο πρώτος ελεύθερος Έλληνας που φτάνει στην Αυστραλία, συγκεκριμένα στο Σίδνεϊ, το 1838 είναι κάποιος ονομαζόμενος Τζων Πήτερς, ενώ η πρώτη Ελληνίδα είναι η Αικατερίνη Πλέσσα που έφτασε στην Αυστραλία το 1853.
Φυσικά δεν έλειψαν και οι Έλληνες χρυσοθήρες την εποχή που η «χρυσομανία» είχε κυριεύσει την Αυστραλία, αυτό αναφέρεται και στη Έκθεση Χρυσοθήρων του 1859, ότι ανάμεσα στους χρυσοθήρες της εποχής, βρίσκονταν και αρκετοί Έλληνες,
Η μαζική αλυσιδωτή μετανάστευση, όμως, έλαβε χώρα στις δεκαετίες του 50 και 60, όπου χιλιάδες νέοι και νέες κατέφθαναν συνεχώς στην Αυστραλία, είτε κατόπιν πρόσκλησης συγγενών, είτε μέσω της ΔΕΜΕ., Διακυβερνητικής Επιτροπής Μετανάστευσης εξ Ευρώπης. Βέβαια, επιβάλλεται να γίνει μνεία και στις εκατοντάδες κοριτσιών, τις νύφες των καραβιών όπως ονομάστηκαν, που ήλθαν εδώ για να παντρευτούν, στην πλειοψηφία τους, ανθρώπους που τους ήταν παντελώς άγνωστοι και είχαν γνωρίσει μόνο από φωτογραφία
Με την άφιξη των μεταναστών στην καινούρια χώρα, δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Ο Πανεπιστημιακός καθηγητής Ψυχίατρος του Νοσοκομείου St Vincent’s, Edmond Chiu, αναφέρει ότι από πολυετείς, μελέτες του Τμήματος Ψυχιατρικής Υγείας Βικτόριας προκύπτει ότι μέχρι να φτάσει στην καινούρια χώρα ο μετανάστης, έχει ήδη κάποια ψυχολογική πάθηση. Παραλλήλιζε τους μετανάστες με τα φυτά, λέγοντας, ότι αν μεταφυτεύσεις ένα λουλούδι ή φυτό, παρά τις φροντίδες που θα του προσφέρεις, καθόλου απίθανο να μην επιβιώσει ή να αγωνιστεί πολύ για επιβίωση, αν λοιπόν το άψυχο δυσκολεύεται τόσο στη προσαρμογή στον ξένο χώρο, πόσο μάλλον ο άνθρωπος. Είναι ο χωρισμός από αγαπημένους και τον τόπο που έζησε μέχρι τότε, ενοχές για αυτούς που αφήνει πίσω, συνήθως γονείς, ο φόβος και η αβεβαιότητα για το άγνωστο, η ανασφάλεια για το τι μέλει γενέσθαι, ακόμα, οι δικές του προσδοκίες αλλά και οι προσδοκίες των άλλων, για να πλουτίσει γρήγορα και να επιστρέψει στην πατρίδα.
Βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει φτάνοντας είναι πολύ διαφορετική.
Προκύπτουν άμεσες ανάγκες, οι κυριότερες, δουλειάς, στέγης.
Πολλοί από τους πρώτους Έλληνες που έφτασαν στην Αυστραλία πήγαν σε διάφορους καταυλισμούς, πιο γνωστός αυτός της Bonegilla . Το θέμα με τις νύφες των καραβιών καθώς και αυτό της Μπονεγκίλα, αποτελούν ενδιαφέρον θέμα για χωριστή διάλεξη το καθένα. Συνοπτικά για την Μπονεγκίλα, θα αναφερθεί ότι ήταν ο μεγαλύτερος και μακροβιότερος Καταυλισμός Μεταναστών ή Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών όπως είχε ονομαστεί.
Από το 1947 που δέχτηκε τους πρώτους μετανάστες μέχρι το 1971 που έκλεισε οριστικά τις πόρτες του, πέρασαν από εκεί 320.000 νέοι μετανάστες προερχόμενοι από 30 διαφορετικές χώρες.
Ο Γιώργος Ζάγκαλης, στο πρόσφατο βιβλίο του: Migrant Workers and Ethnic Communities, στο κεφάλαιο 8 με τίτλο Μπονεγκίλα, σελίδα 277, αναφέρει ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 50 μέχρι το 1971 όπου έκλεισε, πέρασαν από την Μπονεγκίλα τουλάχιστον 35.000 Έλληνες νεοφερμένοι μετανάστες.
Εκτός όλων των άλλων προβλημάτων προσαρμογής στον ξένο τόπο, οι μετανάστες είχαν να αντιμετωπίσουν και τη μάστιγα του ρατσισμού. Την ξενοφοβία, την καταφρόνια, που πολλές φορές απορρέουν από υπεροψία ή φόβο. Τις διακρίσεις στο χώρο εργασίας, μα και έξω στην κοινωνία.
Πολλά από τα παιδιά των μεταναστών βίωσαν ρατσισμό και διακρίσεις στα Σχολεία που φοιτούσαν.
Πλείστες όσες φορές αυτός ο ρατσισμός που τον γεύτηκαν κατά κόρο τις πρώτες δεκαετίες οι μετανάστες της Αυστραλίας, και όχι μόνο, οδηγούσε σε βίαια επεισόδια και στον κατατρεγμό των νεοφερμένων. Σίγουρα οι περισσότεροι από τους πρώτους μετανάστες είχαν την ευκαιρία να γευτούν επανειλημμένως τις εις βάρος τους διακρίσεις που απέρρεαν από ρατσισμό, καθώς και να ακούσουν να τους αποκαλούν ταπεινωτικά wogs.
Τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν κάπως ως προς το ρατσισμό, το 1975 όταν ο τότε Πρωθυπουργός Αυστραλίας, Gough Whitlam, ψήφισε το Νόμο Κατά του Ρατσισμού.
Σήμερα πολλοί από τους παλιούς μετανάστες, συμπεριφέρονται ρατσιστικά στις καινούριες ομάδες μεταναστών, χωρίς να το παραδέχονται, ξεχνώντας ότι έτσι συμπεριφέρονταν στην πλειοψηφία τους οι Αυστραλοί και στους ίδιους όταν πρωτοήλθαν εδώ.
Στην Ελλάδα, δεν είναι καλύτερα τα πράγματα σε αυτόν τον τομέα. Σήμερα ζουν και εργάζονται εκεί μεγάλος αριθμός μεταναστών που καμιά επίσημη Υπηρεσία δεν μπορεί να βεβαιώσει τον ακριβή αριθμό τους. Το 2004 ο αριθμός αυτός υπολογίζεται γύρω στο ένα εκατομμύριο δεκαπέντε χιλιάδες άτομα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και γύρω στους 190.000 οι οποίοι δεν είναι επίσημα καταχωρημένοι ως μετανάστες.
Βέβαια, ουδείς γνωρίζει πόσοι είναι οι λαθρομετανάστες, ενδεικτικά μόνο, η Αθηναϊκή εφημερίδα Καθημερινή, στις 10/5/09, αναφέρει σε άρθρο της, ότι μόνο την προηγούμενη χρονιά, συνελήφθησαν 146.337 λαθρομετανάστες που μπήκαν παράνομα στη χώρα διά ξηράς ή θαλάσσης. Την ίδια περίοδο, συνελήφθησαν 2.211 άτομα Ελληνικής, τουρκικής, αλβανικής και βουλγαρικής υπηκοότητας οι οποίοι έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών επιχείρησαν την παράνομη μεταφορά στην Ελλάδα απελπισμένων ανθρώπων.
Δουλέμποροι, όπου πολλές φορές, μεταξύ άλλων, με ψευδείς υποσχέσεις διακινούν μεγάλο αριθμό ανήλικων παιδιών και ανύποπτων γυναικών που χρησιμοποιώντας βάρβαρη μεταχείριση και κάθε είδους βία, τους εξαναγκάζουν και προωθούν στη πορνεία.
Ασφαλώς και στην Αυστραλία το πρόβλημα των λαθρομεταναστών και προσφύγων που ζητούν άσυλο εδώ, είναι τεράστιο. Πολύ συχνά ακούμε στις ειδήσεις για τα σαπιοκάραβα που μεταφέρουν δυστυχισμένους ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που στην απόγνωση τους και γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες να βγουν ζωντανοί στην Αυστραλία είναι πολύ μικρές, μπαίνουν στους θαλασσοπνίχτες. Μα και αυτοί που καταφέρνουν να φτάσουν εδώ μισοπεθαμένοι από τις άθλιες συνθήκες και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν στο ταξίδι, τις περισσότερες φορές δεν τυγχάνουν ανθρώπινης μεταχείρισης από τις Αρχές. Ποιος μπορεί να λησμονήσει το σκάνδαλο με τα παιδιά που δήθεν οι γονείς τους τα πέταξαν στη θάλασσα για να εκβιάσουν την τότε Κυβέρνηση του Τζων Χάουαρντ να τους δεχτεί στην Αυστραλία;
Το έτος 2007-2008, οι Αυστραλιανές αρχές χορήγησαν 13.004 άδειες παραμονής σε πρόσφυγες και σε αυτούς που ζητούσαν άσυλο, ο αριθμός αυτός, λένε οι Αρχές, αποφασίστηκε να αυξηθεί για το έτος 2008-2009 σε 13.500. Συγκριτικά πολύ μικρός αριθμός αν σκεφτούμε πως η Αυστραλία είναι μεγάλη χώρα με φυσικό πλούτο και θα μπορούσε να δεχτεί και να περιθάλψει περισσότερους κατατρεγμένους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα εξ αιτίας, κυρίως, πολέμων και άλλων καταστροφών
Η μετανάστευση έχει επιπτώσεις τόσο στη χώρα υποδοχής, όσο και στη χώρα αποστολής.
Είναι, ηλίου φαεινότερο, ότι η Αυστραλία ωφελήθηκε οικονομικά τα μέγιστα από τη μετανάστευση, αφού ξαφνικά πλήθυναν τα φτηνά, εργατικά χέρια και αυξήθηκε η παραγωγή τόσο στο βιομηχανικό όσο και τον εμπορικό τομέα. Οι μετανάστες ήταν εκείνοι που έκαναν τις πιο βαριές και ανθυγιεινές δουλειές, λόγω έλλειψης προσόντων και γνώσης της γλώσσας, αφού τέτοιους ανειδίκευτους εργάτες ζητούσε κυρίως.
Όμως, δεν ήταν μόνο η βιομηχανία και το εμπόριο που ωφελήθηκε. Ας μην ξεχνάμε πως η Αυστραλία για πάνω από 100 χρόνια, μετά την εισβολή των λευκών, που ήλθαν να…εκπολιτίσουν τους ντόπιους, έζησε απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ας θυμηθούμε επίσης, ποιοι και τι ήταν αυτοί οι πρώτοι λευκοί.
Με τη μετανάστευση επηρεάστηκε τόσο η δομική εμφάνιση της Αυστραλίας, όσο και η νοοτροπία και κοινωνικές δομές διότι κάθε άτομο και ομάδα μεταναστών, μετέφερε ήθη και έθιμα, απόψεις για κοινωνικά θέματα, όπως θρησκεία, παιδεία, ηθική. Ας μην παραβλέπεται και η επιρροή των μεταναστών στις γαστρονομικές συνήθειες των Αυστραλών, τώρα πια, το να βρομοκοπάει κάποιος από σκορδοκρέμμυδα, είναι πολύ…trendy.
Επιπτώσεις, όμως, έχει η μετανάστευση και στη χώρα αποστολής, την Ελλάδα, μια και μιλάμε για τις δικές μας χώρες. Μειώθηκε η ανεργία και ενισχύθηκε η οικονομία με τα εμβάσματα των μεταναστών, αυτή είναι θετική επίπτωση, μολαταύτα, η αναχώρηση των νέων, γιατί στην πλειοψηφία νέοι ήταν αυτοί που έφυγαν, αποδυνάμωσε το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας και συντέλεσε στη μείωση του ποσοστού γεννήσεων και γάμων με αποτέλεσμα να ερημώσουν πολλές περιοχές και να αυξάνεται το ποσοστό γήρανσης της χώρας.
Όμως, τις μεγαλύτερες επιπτώσεις, τις υφίσταται ο ίδιος ο μετανάστης, το άτομο, ο άνθρωπος.
Είπαμε νωρίτερα, ότι, ο μετανάστης έχει ήδη κάποιας μορφής ψυχολογικό πρόβλημα φτάνοντας στη χώρα υποδοχής. Συνοπτικά, ας αναφερθούμε στο ότι οι περισσότεροι μετανάστες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα ιδίως τα πρώτα χρόνια από την άφιξη τους, δούλεψαν πολύ σκληρά, υποβλήθηκαν σε στερήσεις και θυσίες για να επιβιώσουν στον ξένο τόπο, οι περισσότεροι χωρίς γνώσεις, χωρίς εφόδια και να διασφαλίσουν πως τα παιδιά τους θα είχαν καλύτερη μοίρα από αυτούς.
Η παροικία μας, αναπόφευκτα γερνάει χωρίς μεγάλη μέριμνα από το κράτος και πολλές φορές, χωρίς μέριμνα και από τα ίδια τα παιδιά.
Επιβάλλεται, όμως, να αναφερθούν και οι δικαιολογημένες πικρίες που οι περισσότεροι κουβαλούν μέσα τους για την αδιαφορία και έλλειψη ενδιαφέροντος της γενέτειρας απέναντι τους. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει Υπουργείο Αποδήμων για τα 5.600.000 Έλληνες που ζουν διασκορπισμένοι στις 5 Ηπείρους, όπως υπάρχει σε άλλα κράτη. Το 2004, η Ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους Έλληνες Βουλευτές Ξένων Κρατών την επανίδρυση του Υφυπουργείου Απόδημου Ελληνισμού, που θα αντικαθιστούσε τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, υπόσχεση, όμως, που δεν υλοποιήθηκε.
Στην Ελληνική Εκπαίδευση ο Απόδημος Ελληνισμός βρισκόταν πάντα στο περιθώριο, ακόμα και σήμερα, στα Αναγνωστικά από την Α΄ Δημοτικού ως και την Γ΄ Λυκείου δεν υπάρχει κείμενο που να αναφέρεται στους αποδήμους, σε αντίθεση με τον Απόδημο Ελληνισμό όπου στην πλειοψηφία του ενδιαφέρεται και ενημερώνεται άμεσα και έμμεσα για το κάθε τι που αφορά τη γενέτειρα.
Το ΣΑΕ, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, δεν είναι γνωστό στους περισσότερους Έλληνες, ούτε καν στη Θεσσαλονίκη που εδρεύει.
Είναι, όμως, και η αδιάφορη αντιμετώπιση που βίωσαν πολλοί από τους δικούς τους όταν πήγαν έστω και για διακοπές πίσω στην πατρίδα…ουαί κι αλίμονο σε κείνους που έστω και για συναισθηματικούς λόγους, τόλμησαν να διεκδικήσουν μια πιθαμή γης από την πατρική περιουσία.
Είναι η διάκριση που ακούν και βλέπουν, είναι η γιαγιά που σε συζητήσεις για τα εγγόνια λέει στον…μετανάστη γιο/κόρη, τα δικά μας εδώ… λες και τα παιδιά του ξενιτεμένου γιου ή της κόρης δεν είναι δικά της, δεν είναι εγγόνια της…
Είναι ο συμπάροικος ταξιτζής, που έφυγε αμούστακο παιδί από την Ελλάδα, και 18 χρόνια αργότερα, αφήνοντας ταξί και σπίτι χρεωμένα, πήγε στην Ελλάδα να δει τους γονείς του και να τους γνωρίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Λίγο αφού έφτασαν στο σπίτι, άκουσε τη μάνα του να λέει στη φίλη της που τηλεφώνησε, πως δεν θα μπορέσει να τη δει σήμερα γιατί έχει…επισκέψεις!!!! ο γιος της, η νύφη της και τα εγγόνια της που ταξίδεψαν χιλιάδες μίλια για να πάνε να τη δουν και που ξόδεψαν χιλιάδες δολάρια που δεν τους περίσσευαν, ήταν επισκέπτες για κείνην…ίσον ξένοι…
Αυτές αγαπητοί φίλοι και φίλες, είναι λίγες μόνο από τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στον μετανάστη, δυστυχώς τα χρονικά περιθώρια δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε περισσότερο, μολονότι είμαι σίγουρη, ότι οι περισσότεροι που βρισκόμαστε σήμερα εδώ μέσα, έχουμε βιώσει παρόμοιες καταστάσεις, για αυτό,
Σας αφήνω με μικρά αποσπάσματα, από το πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι:
«Του Νεκρού αδελφού» που δείχνει τον πόνο που πολλοί από εμάς και τους γονείς μας νιώσαμε όταν ήλθε το αναπόφευκτο για τον πατέρα, τη μάνα, κι εμείς πολύ μακριά..
Μάνα με τους εννιά σου γιους/και με τη μια σου κόρη
Την κόρη την μονάκριβη/την πολυαγαπημένη
Προξενητάδες ήλθανε από τη Βαβυλώνα/να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα
«μάνα μου κι ας τη δώσουμε/την Αρετή στα ξένα»
Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή/μ΄άσκημα απολογήθης
Κι α μόρτει γιε μου θάνατος/κι α μόρτει γιε μου αρρώστια
Κι αν τύχει πίκρα ή χαρά/ποιος πάει να μου τη φέρει;
Γνωστή η συνέχεια του τραγουδιού, όπου ψυχορραγεί η μάνα και ζητά από τον πεθαμένο Κωνσταντή να τιμήσει τον όρκο που της έδωσε, όταν χτυπάει την πόρτα η Αρετή, η μάνα :
Αν είσαι φίλος διάβαινε/κι αν είσαι εχτρός μου φύγε
Κι αν είσαι ο Πικροχάροντας/άλλα παιδιά δεν έχω
Κι η δόλια η Αρετούσα μου/λείπει μακριά στα ξένα…
Διαπιστώνουμε πως ακόμα και στη στερνή της ώρα η μάνα, το ξενιτεμένο της παιδί ζητάει.
Για πολλούς από μας, όμως, δεν ήλθε ο Κωνσταντής, κάνοντας,
Το σύγνεφο άλογο και τ΄ άστρο χαλινάρι
Και το φεγγάρι συντροφιά
Στη μάνα να μας πάει…