......................................................................................με καθημερινή ενημέρωση......

...ο πολιτισμός απειλείται από την χωρίς όρια ανάπτυξη... της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτικής που ισοπεδώνει τον Άνθρωπο και τις αξίες του.

με καθημερινή ενημέρωση......

με καθημερινή ενημέρωση......
με καθημερινή ενημέρωση......

* ειδήσεις, νέα και ρεπορτάζ από τις παροικίες των Αρκάδων...

* ειδήσεις, νέα και ρεπορτάζ από τις παροικίες των Αρκάδων...
................................* ειδήσεις, νέα και ρεπορτάζ *

ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ

ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ
..............Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ "ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ" ..//..πατήστε πάνω στην εικόνα .............................

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - "ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε (...)"



Καληνύχτα !!!
(...) ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε (...)

Τάσος Λειβαδίτης

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΤΑΨΙ - Καταμεσήμερο του καλοκαιριού , σ’ έναν δρόμο της Σπάρτης :

ΤΟ ΤΑΨΙ
Καταμεσήμερο του καλοκαιριού , σ’ έναν δρόμο της Σπάρτης :
Ο άνθρωπος ερχόταν απέναντί μου , ίσκιο τον ίσκιο , με βήμα αργό και σταθερό . Κρατούσε με τα δυο του χέρια , προσεχτικά , ένα στρογγυλό ταψάκι, σκεπασμένο επιμελώς με αλουμινόχαρτο . Εικόνα , θαρρείς , βγαλμένη απ’ τα παλιά . Τότε που οι νοικοκυρές , παραλλάσσοντας λιγάκι την καθημερινή κατσαρόλα στην γκαζιέρα ή στο πετρογκάζ , ετοίμαζαν κι έστελναν στον ξυλόφουρνο της γειτονιάς ένα ταψί φαγητό , πότε αρνάκι και κατσικάκι με πατάτες , πότε μοσχαράκι γιουβέτσι με κριθαράκι χοντρό , πότε κοτόπουλο με ψιλά μακαρόνια ή και χυλοπίτες , πότε μπριάμ με κολοκυθάκια , μελιτζάνες , πιπεριές και πατατούλες (όλα ψιλοκομμένα , «πνιγμένα» στο αγνό , παρθένο λάδι , στο χοντροκομμένο κρεμμύδι, τον μαϊντανό και τη λιωμένη στον τρίφτη ντομάτα) , πότε γεμιστά με το ρύζι και τα μυρωδικά να ξεχειλίζουν από τα καπάκια , σπανιότερα κανένα παστίτσιο με χοντρό μακαρόνι , με τρύπα , με τον τσιγαρισμένο με το κρεμμύδι και τα μυρωδικά κιμά και σφιχτή μπεσαμέλ από πάνω , που έτρεμε ανυπόμονη στο κουβάλημα μη βλέποντας τη στιγμή να χωθεί στην καυτή αγκαλιά του φούρνου .
Ευωδίαζαν κάθε μεσημέρι (ιδιαίτερα τις Κυριακές) τα ταψιά αραδιασμένα στη σειρά πάνω στους φαρδιούς πάγκους των παλιών φούρνων , με γραμμένα στο πλάι με μαρκαδόρο ή μολύβι τα ονόματα των ιδιοκτητών , αφού καμιά φορά γίνονταν καυγάδες (με τον φούρναρη στη μέση ) για τη διεκδίκηση ανώνυμων ταψιών , που τύχαινε να έχουν το ίδιο σχήμα και μέγεθος και το ίδιο περιεχόμενο.
Το μεσημέρι , μετά τη δουλειά , ευτυχισμένοι νοικοκυραίοι , κρατώντας σφιχτά με διπλωμένες παλιές εφημερίδες τα ταψιά που ακόμα ζεμάταγαν , βάδιζαν ξελιγωμένοι από τη γαργαλιστική μυρωδιά προς το σπιτικό τους , για τη μεσημεριανή ευωχία . Ακουμπούσαν στο δρόμο το ταψί , πού και πού, για να ξεκουράσουν τα χέρια τους , πότε σε κανένα βολικό περβάζι παραθύρου , πότε σε καμιά χαμηλή μάντρα αυλής , πότε σε κανένα κεφαλόσκαλο . Πολύ συχνά , σ’ αυτήν τη σύντομη στάση , υπέκυπταν στον πειρασμό και τσιμπούσαν (επί τόπου) καμιά καλοψημένη πατάτα ή καμιά ροδοκοκκινισμένη , τραγανή πετσούλα απ’ το κρέας ή το καρούντζο και τη φτερούγα απ’ το κοτόπουλο και μασουλώντας ηδονικά συνέχιζαν το δρομολόγιό τους για το σπίτι , όπου τραπέζι καλοστρωμένο περίμενε όλη την οικογένεια για το μεσημεριανό φαγητό .
Το «ψητό» του ελληνικού σπιτιού ήταν , κάποτε , μια πραγματική ιεροτελεστία και τα «ψητά» τα βγαλμένα από τη μαύρη μισοστρόγγυλη μουτσούνα του φούρνου («Γαϊδούρι μαυρομούτσουνο , ξύλα ροκανίζει ! Τι είναι;») είχαν μια νοστιμάδα ξεχωριστή και αλησμόνητη . Η αναπόφευκτη είσοδος της ηλεκτρικής κουζίνας στο ελληνικό σπιτικό , άλλαξε τρόπους ζωής και συνήθειες, μαζί όμως άλλαξε (προς το χειρότερο) και τις γεύσεις των φαγητών .
Τι έχουμε κερδίσει και τι έχουμε χάσει σ’ αυτό το αέναο παιχνίδι του πάρε – δώσε με τον σύγχρονο πολιτισμό και την τεχνολογία , είναι ακόμα ζητούμενο . Απ’ τη μια μεριά ο κερδισμένος χρόνο και η άνεση , απ’ την άλλη μεριά τα χαμένα κομμάτια της ψυχής και της καρδιάς . Πού γέρνει , άραγε , η ζυγαριά ; Το ερώτημα αυτό θα το απαντήσει ο καθένας ξεχωριστά.
Ο άνθρωπος , λοιπόν , με το ταψί στα χέρια που ερχόταν απέναντί μου το μεσημέρι του καλοκαιριού σ’ έναν δρόμο της Σπάρτης , σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μαρμαρένιο κεφαλόσκαλο ενός παλιού σπιτιού . Έσκυψε και απίθωσε το ταψί στο ψηλότερο σκαλοπάτι της μικρής σκάλας μπροστά στην είσοδο . Αποσταμένος (ήταν κάποιας ηλικίας) πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ξελαχανιάσει , κοιτάζοντας πάντα το ταψί σαν κάτι πολύτιμο και ξεχωριστό . Ύστερα χτύπησε το κουδούνι . ξαναπήρε το ταψί στα χέρια κι όταν του άνοιξαν , έσπρωξε με τον ώμο την πόρτα και μπήκε .
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έτυχε να περνώ κι εγώ από πίσω του . Πρόλαβα , πριν κλείσει η πόρτα , να οσμιστώ τη γαργαλιστική μυρωδιά που άφηνε πίσω του το ταψί , πριν την κάνει δικιά του ο ζεστός , καλοκαιρινός αέρας του μεσημεριού .
Ήταν γεμιστά !!!
Και μάλιστα … πετυχημένα !!!

__________
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από τον παλιό φούρνο του Οικονομάκη στη Σπάρτη, δανεισμένη από την ιστοσελίδα e sparti .
Εφ. ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
15-6-2005

Βαγγέλης Μητράκος


Δείτε περισσότερες αντιδράσεις