ΤΟ ΤΑΨΙ
Καταμεσήμερο του καλοκαιριού , σ’ έναν δρόμο της Σπάρτης :
Ο άνθρωπος ερχόταν απέναντί μου , ίσκιο τον ίσκιο , με βήμα αργό και σταθερό . Κρατούσε με τα δυο του χέρια , προσεχτικά , ένα στρογγυλό ταψάκι, σκεπασμένο επιμελώς με αλουμινόχαρτο . Εικόνα , θαρρείς , βγαλμένη απ’ τα παλιά . Τότε που οι νοικοκυρές , παραλλάσσοντας λιγάκι την καθημερινή κατσαρόλα στην γκαζιέρα ή στο πετρογκάζ , ετοίμαζαν κι έστελναν στον ξυλόφουρνο της γειτονιάς ένα ταψί φαγητό , πότε αρνάκι και κατσικάκι με πατάτες , πότε μοσχαράκι γιουβέτσι με κριθαράκι χοντρό , πότε κοτόπουλο με ψιλά μακαρόνια ή και χυλοπίτες , πότε μπριάμ με κολοκυθάκια , μελιτζάνες , πιπεριές και πατατούλες (όλα ψιλοκομμένα , «πνιγμένα» στο αγνό , παρθένο λάδι , στο χοντροκομμένο κρεμμύδι, τον μαϊντανό και τη λιωμένη στον τρίφτη ντομάτα) , πότε γεμιστά με το ρύζι και τα μυρωδικά να ξεχειλίζουν από τα καπάκια , σπανιότερα κανένα παστίτσιο με χοντρό μακαρόνι , με τρύπα , με τον τσιγαρισμένο με το κρεμμύδι και τα μυρωδικά κιμά και σφιχτή μπεσαμέλ από πάνω , που έτρεμε ανυπόμονη στο κουβάλημα μη βλέποντας τη στιγμή να χωθεί στην καυτή αγκαλιά του φούρνου .
Ευωδίαζαν κάθε μεσημέρι (ιδιαίτερα τις Κυριακές) τα ταψιά αραδιασμένα στη σειρά πάνω στους φαρδιούς πάγκους των παλιών φούρνων , με γραμμένα στο πλάι με μαρκαδόρο ή μολύβι τα ονόματα των ιδιοκτητών , αφού καμιά φορά γίνονταν καυγάδες (με τον φούρναρη στη μέση ) για τη διεκδίκηση ανώνυμων ταψιών , που τύχαινε να έχουν το ίδιο σχήμα και μέγεθος και το ίδιο περιεχόμενο.
Το μεσημέρι , μετά τη δουλειά , ευτυχισμένοι νοικοκυραίοι , κρατώντας σφιχτά με διπλωμένες παλιές εφημερίδες τα ταψιά που ακόμα ζεμάταγαν , βάδιζαν ξελιγωμένοι από τη γαργαλιστική μυρωδιά προς το σπιτικό τους , για τη μεσημεριανή ευωχία . Ακουμπούσαν στο δρόμο το ταψί , πού και πού, για να ξεκουράσουν τα χέρια τους , πότε σε κανένα βολικό περβάζι παραθύρου , πότε σε καμιά χαμηλή μάντρα αυλής , πότε σε κανένα κεφαλόσκαλο . Πολύ συχνά , σ’ αυτήν τη σύντομη στάση , υπέκυπταν στον πειρασμό και τσιμπούσαν (επί τόπου) καμιά καλοψημένη πατάτα ή καμιά ροδοκοκκινισμένη , τραγανή πετσούλα απ’ το κρέας ή το καρούντζο και τη φτερούγα απ’ το κοτόπουλο και μασουλώντας ηδονικά συνέχιζαν το δρομολόγιό τους για το σπίτι , όπου τραπέζι καλοστρωμένο περίμενε όλη την οικογένεια για το μεσημεριανό φαγητό .
Το «ψητό» του ελληνικού σπιτιού ήταν , κάποτε , μια πραγματική ιεροτελεστία και τα «ψητά» τα βγαλμένα από τη μαύρη μισοστρόγγυλη μουτσούνα του φούρνου («Γαϊδούρι μαυρομούτσουνο , ξύλα ροκανίζει ! Τι είναι;») είχαν μια νοστιμάδα ξεχωριστή και αλησμόνητη . Η αναπόφευκτη είσοδος της ηλεκτρικής κουζίνας στο ελληνικό σπιτικό , άλλαξε τρόπους ζωής και συνήθειες, μαζί όμως άλλαξε (προς το χειρότερο) και τις γεύσεις των φαγητών .
Τι έχουμε κερδίσει και τι έχουμε χάσει σ’ αυτό το αέναο παιχνίδι του πάρε – δώσε με τον σύγχρονο πολιτισμό και την τεχνολογία , είναι ακόμα ζητούμενο . Απ’ τη μια μεριά ο κερδισμένος χρόνο και η άνεση , απ’ την άλλη μεριά τα χαμένα κομμάτια της ψυχής και της καρδιάς . Πού γέρνει , άραγε , η ζυγαριά ; Το ερώτημα αυτό θα το απαντήσει ο καθένας ξεχωριστά.
Ο άνθρωπος , λοιπόν , με το ταψί στα χέρια που ερχόταν απέναντί μου το μεσημέρι του καλοκαιριού σ’ έναν δρόμο της Σπάρτης , σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μαρμαρένιο κεφαλόσκαλο ενός παλιού σπιτιού . Έσκυψε και απίθωσε το ταψί στο ψηλότερο σκαλοπάτι της μικρής σκάλας μπροστά στην είσοδο . Αποσταμένος (ήταν κάποιας ηλικίας) πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ξελαχανιάσει , κοιτάζοντας πάντα το ταψί σαν κάτι πολύτιμο και ξεχωριστό . Ύστερα χτύπησε το κουδούνι . ξαναπήρε το ταψί στα χέρια κι όταν του άνοιξαν , έσπρωξε με τον ώμο την πόρτα και μπήκε .
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έτυχε να περνώ κι εγώ από πίσω του . Πρόλαβα , πριν κλείσει η πόρτα , να οσμιστώ τη γαργαλιστική μυρωδιά που άφηνε πίσω του το ταψί , πριν την κάνει δικιά του ο ζεστός , καλοκαιρινός αέρας του μεσημεριού .
Ήταν γεμιστά !!!
Και μάλιστα … πετυχημένα !!!
__________
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από τον παλιό φούρνο του Οικονομάκη στη Σπάρτη, δανεισμένη από την ιστοσελίδα e sparti .
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από τον παλιό φούρνο του Οικονομάκη στη Σπάρτη, δανεισμένη από την ιστοσελίδα e sparti .
Εφ. ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
15-6-2005
Βαγγέλης Μητράκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου